Με αφορμή…εις μνήμην
09/05/2021
Σε καιρούς αφιλόξενους για τα μεγάλα και τα τρανά όπου δεσπόζουν η μετριότητα, τα εφήμερα σουξέ και οι εφήμερες “επαναστάσεις”, μας λείπουν οι μεγάλες αφηγήσεις, μας λείπουν οι εμπνευσμένοι “δρόμοι παλιοί”
Ο αποχαιρετισμός στο Μίκη και σε κάθε Μίκη μεγαλώνει το χρέος στις νέες γενιές και στους επιγόνους του, να ενσκύψουν εκ νέου στους μεγάλους της γενιάς του 30, του 60, και όλους αυτούς που νοηματοδότησαν την ελληνικότητα, την εκσυγχρόνισαν, πατώντας σε “δρόμους παλιούς” της τρισχιλιόχρονης ιστορίας, παράδοσης, γραμματείας μας.
Καλούνται οι νέες γενιές να κάνουν πρόταγμά τους, να ενστερνιστούν τη δημιουργικότητα ενός οράματος που μας καθορίζει και μας συνέχει ως ιστορικό έθνος και δεν είναι άλλο από την ελληνικότητα, αυτή που υποδηλώνει την ξεχωριστή ταυτότητά μας, την ετερότητά μας αλλά συνάμα μας κάνει παγκόσμιους, οικουμενικούς, δημιουργικούς, συνθετικούς σε ξένα δάνεια, ιδέες.
Και ο Έλληνας είναι μια έννοια οικουμενική αλλά και εθνική, με ρίζες και αφετηρία που δεν έχει να κάνει ούτε με τον ακροδεξιό επαρχιωτισμό μα ούτε με τον κομπλεξικό, εθνομηδενιστικό και μιμητικό αριστερό “διεθνισμό”. Άλλωστε, σήμερα, και οι δύο εκδοχές είναι ξεπερασμένες και οδηγούν και αναπαράγουν στο λαό την κρίση και το τέλμα.
Και κάθε Έλληνας Μίκης μας το δίδαξε αυτό με το έργο του. Έργο εθνικό, πατριωτικό, ελληνικό άρα οικουμενικό, παγκόσμιο
Και αν θέλουμε να ξαναβρούμε το δρόμο μας ως λαός θα πρέπει όσους σήκωσαν αυτόν τον τόπο ψηλά, πέρα από τα στενά όρια της ψωρόκωσταινας, (λαϊκούς ήρωες, διανοούμενους, ποιητάδες, μουσικούς, ζωγράφους μας, ιστορικούς κλπ) να τους μελετούμε γιατί αλλιώς καταντούμε ένας θίασος αναίσθητων αρλεκίνων που ακολουθούν ξύλινα ικριώματα και ψευδοπροφήτες.
Ο μόνος δρόμος στο διεθνισμό και την αγάπη των άλλων λαών είναι η αγάπη στον εαυτό μας κι αυτό σημαίνει γνώση και αγάπη της ένδοξης ιστορία μας, στους ηρωικούς τσοπάνηδες που πήραν το καρυοφύλλι, στις αγράμματες μανάδες του ’40 που κουβαλούσαν μες στα χιόνια πυρομαχικά και σε καθένα που υπεράσπισε και υπερασπίζεται με το αίμα του την πατρίδα, την ελληνικότητα, την αξιοπρέπεια αυτού του λαού και μαζί με αυτούς, τον απλό λαό, στους μεγάλους και τρισμέγιστους ποιητάδες, λογοτέχνες κλπ., αγάπη σε αυτήν την οικουμενική αλήθεια που λέγεται Έλληνας, Ελληνικότητα.
Και είναι ο μόνος τρόπος, βαρύς, δύσκολος, τραχύς: Ελληνικός, να αναφωνήσουμε στο κάθε Μίκη μας: ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Καλό κατευόδιο αγαπημένε μας Μίκη
Το λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του 60. Μια σημαδιακή περίοδος για τη χώρα μας, για το έθνος μας, για το λαό μας. Γιατί είναι ένα τραγούδι που ξεπερνά τα όρια του διασκεδαστικού και γίνεται ένα τραγούδι αποκάλυψη, γίνεται ένα τραγούδι εγγραφή πληγών, γίνεται ένα τραγούδι θέασης πληγών, ένα τραγούδι που, ξαφνικά, ξεπερνάει τα όρια του χορεύω ή του διασκεδάζω και αρχίζει τη διαδικασία του διεκτραγωδώ, εκεί δηλαδή που βρίσκεται και η σημαντικότερη σημασία του τραγουδιού. Τραγούδι, τραγωδία, διεκτραγωδώ είναι πάρα πολύ κοντά σε πράγματα τραγικά.
Πριν τη δεκαετία του 60 ξεκίνησε μια ομάδα μεγάλων προσωπικοτήτων, περιθωριακών για την εποχή τους, και κατέγραψαν πολλές από τις περιπέτειες αυτού του λαού και αυτού του έθνους. Είναι το λαϊκό ή ρεμπέτικο τραγούδι, που βάζει και τις πρώτες βάσεις για να συναντηθεί το τραγούδι με την τραγωδία του ίδιου του λαού. Πίσω από το ρεμπέτικο τραγούδι υπάρχει η ανολοκλήρωτη μορφή του νεοπαγούς κράτους, υπάρχει η τραγωδία των πολέμων που ολοκληρώνεται με την μικρασιατική καταστροφή.
Οι ρίζες του και οι αφετηρίες του είναι ίδιες με αυτό του λαϊκού παραδοσιακού κλέφτικου και αρματολίτικου τραγουδιού. Οι αιτίες είναι ίδιες με αυτές που γέννησαν τις αρχαίες τραγωδίες και τους αρχαίους ελληνικούς χορούς.
Ξεκινά από μια παράδοση διαχρονική ενός και μόνο λαού που μέσα από την ώσμωση με τους λαούς που συνάντησε γέννησε τη λαϊκή παράδοση, δημιούργησε τον ελληνικό πολιτισμό και νοηματοδότησε αυτό που χαρακτηρίζουμε: ελληνικότητα. Διαχρονική, οικουμενική και αστείρευτη μέσα στους αιώνες αυτού του πολύπαθου έθνους, του έθνους των Ελλήνων.
Έρχεται, λοιπόν, σε μια περίοδο που τα σουξέ της εποχής ήταν τα φοξ τροτ, τα τανγκό και κάθε εισαγόμενο είδος μουσικής που είχε καθιερωθεί ως «εθνικό».
Πάνω σε αυτό το λαϊκό τραγούδι λοιπόν, πάτησε ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Χατζιδάκις και λίγο πριν πάνω σε αυτήν την παράδοση είχαν πατήσει όλοι της γενιάς του ‘30
Και δεν ήταν η πρώτη φορά που η ιστορία αυτού του έθνους μας διδάσκει πως μέσα σε περιόδους κρίσης, κρίσης πνευματικής, κρίσης μουσικής, κρίσης πολιτικής, κρίσης αξιών και ήθους, αυτός ο λαός ξυπνά από τον λήθαργο και την ευωχία, ξυπνά από την αβελτηρία και τη μαλθακότητα του νου για να ξαναφέρει την ελπίδα για να «ασβεστώσει» και πάλι τη φτωχική, λουλουδιασμένη αυλή αυτού του, φωτισμένου από το καντηλάκι, χαμόσπιτου κάπου στις παρυφές των αβίωτων πολυκατοικιών της εξάρτησης, της σήψης, της μοναξιάς.
Αυτή την ελπίδα, το όραμα, που οι φωτισμένοι λόγιοι και γραμματισμένοι αυτού του τόπου κάποτε ονόμασαν ελληνικότητα, προσμένουμε. Αυτήν που οι σημερινοί φθαρμένοι και διεφθαρμένοι φραγκολεβαντίνοι κατεστημένοι διανοούμενοι, πολιτικοί διασύρουν, στρεβλώνουν, και χλευάζουν.
Μας λείπουν Έλληνες σαν τον Μίκη, τον Παλαμά, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τόσους άλλους που γέννησαν οι γενιές εκείνες, μας λείπει το όραμα που θα μας σηκώσει ψηλά, να πάρει νόημα η χαμοζωή, μας λείπει η γενιά που θα ξαναπιάσει το νήμα από κει που το άφησαν. Και σήμερα φαντάζει δυσθεώρητο όραμα, σήμερα από ποτέ, που χρειαζόμαστε αυτούς τους οικουμενικούς Έλληνες, έχουμε ανάγκη ζωτική την ελληνικότητά τους.
Είναι στο χέρι αυτού του, ευνουχισμένου, 40 χρόνια, λαού, να αναδείξει και να σκάψει στα μύχια της σκέψης τους. Να κάνει την επανάσταση πιάνοντας αυτούς όλους τους οικουμενικούς μας που στέκουν εκεί και περιμένουν να αναστηθούν στα κείμενά μας, στα τραγούδια μας, στην ποίησή μας, στη ζωή μας.
Η ελληνικότητα μας είναι το όραμα, είμαστε εμείς, είναι όσα σήμερα χλευάζουμε, η τρισχιλιόχρονη ιστορία μας. Και είναι η μόνη που μας κάνει παγκόσμιους, οικουμενικούς.
Και σαν ξυπνήσει ο λαός, αυτό το θαυμαστό έθνος των Ελλήνων μπορεί να γίνει άγγελος αν το θέλει όπως μπορεί να είναι διάβολος συνάμα..
Αντώνης Σπυρόπουλος 3/9/2021