Οδυσσέας Ελύτης- “Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη”
06/05/2021Ο Οδυσσεάς Ελύτης μιλά για την ελληνικότητα, τη Δύση και την πορεία του νεότερου ελληνισμού στην εκπομπή του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη
Οδυσσέας Ελύτης
Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της, αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα, χωρίς κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Αλλά και για την Ελλάδα, η στιγμή να αποφασίσει αν θα μείνει απομονωμένη στις δικές της αξίες ή θα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, με οφέλη πρακτικής φύσεως, αναμφισβήτητα, αλλά και με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της.
Απ’ αυτή την άποψη, το ομολογώ, είμαι απομονωτικός. Μια ζωή ολόκληρη αγωνίστηκα γι’ αυτό που λέμε ελληνικότητα. Και που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα, είτε στην κλίμακα τη μεγάλη είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω: είτε σ’ έναν Παρθενώνα είτε σ’ ένα λυχνάρι. Το παν είναι η ευγένεια, η ποιότητα σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα, που χαρακτηρίζουν τη Δύση. Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά.
Οι Ευρωπαίοι αντλήσανε από τις ελληνικές αξίες για να φτάσουν στην Αναγέννηση, αλλά η Αναγέννηση η δική τους είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει εμείς, εάν δεν μας σταματούσε η τουρκοκρατία.
Το βλέπουμε αυτό στην ταπεινή κλίμακα –την μόνη άλλωστε όπου μπορούσαμε να εκδηλωνόμαστε- από την άποψη, ότι μια εσωτερική αυλή νησιώτικου σπιτιού-κατά την ταπεινή μου γνώμη- ή ένας περίβολος μοναστηριού είναι –σαν αντίληψη εννοώ- πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που έκανε τους Παρθενώνες και τις Θεομήτορες παρά όλες οι κολώνες, οι μετόπες των ευρωπαϊκών ανακτόρων. Που σημαίνει: Αν συνέχισε κάποιος την αισθαντικότητα την ελληνική και τη διατήρησε είναι αποκλειστικά ο λαϊκός μας πολιτισμός. Μόνο που κι αυτός στις ημέρες μας κινδυνεύει.
Οι αστοί, στην πλειοψηφία τους-βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις- μιμήθηκαν τους ευρωπαίους, δηλαδή την παραποιημένη αίσθηση της ελληνικότητας, και στη συνέχεια οι ανερχόμενοι από το λαό, μιμήθηκαν τους αστούς. Έτσι φτάσαμε σε ένα σημείο που αναρωτιέται κανείς σε τι πια μπορεί να ωφελεί η απομόνωση, τι πάει να προστατέψει. Και με κίνδυνο να φανώ αντιφατικός, οδηγούμαι στο άλλο άκρο. Λέω, μήπως είναι σωφρονέστερον, να μην αντιταχτούμε στο ρου της ιστορίας, μήπως μία διαφορετική στρατηγική θα μας βοηθούσε να διακριθούμε από έναν άλλο δρόμο.
Ο ελληνισμός έδειξε, ανέκαθεν, μια καταπληκτική ικανότητα να αφομοιώνει, να προσαρμόζεται και να δραστηριοποιείται μέσα στα ξένα σύνολα. Έχουμε μια πλειάδα Ελλήνων που διακρίθηκαν, την εποχή της διασποράς, στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού. Και στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Και πότε αυτά; την εποχή που η Ευρώπη ήταν στην ακμή της και τα κράτη ήταν ισχυρά και σκληρά, πόσο μάλλον σήμερα, που όπως και να το κάνουμε, είναι γηρασμένα, είναι εξασθενημένα και θα έλεγα ότι έχουν ανάγκη από το σφρίγος νεοτέρων λαών.
Αυτό με κάνει, λοιπόν, να κατασιγάζω μέσα μου τον αισθηματία Έλληνα, που κρύβω, και να σκέφτομαι ότι, ίσως, είναι πιο σωστό να μη φοβηθούμε τη σύγκριση και την άμιλλα αλλά να προχωρήσουμε, φυσικά πάντοτε με την προοπτική να διακριθούμε στην ποιότητα, που σημαίνει: στο πνεύμα. Γι’ αυτό επιμένω πολύ στο θέμα της Παιδείας. Χρειαζόμαστε Παιδεία, σοβαρή, βαθειά -όχι αυτή τη τεχνική που ξιπάζει στις μέρες μας- γιατί μόνο με αυτή θα μπορέσουμε και να διακριθούμε και να πορευθούμε σ’ έναν καινούργιο δρόμο, αλλά και να διατηρήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης το 1980 ήταν καλεσμένος στην εκπομπή του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη, “Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη“.
Το αξιοθαύμαστο, στην συνέντευξη που παραχώρησε, είναι πως μέσα σε λιγότερα από 6 λεπτά, με λόγο εναργέστατο, αντιληπτό, κατανοήσιμο, συμπυκνωμένο, λιτό και απέριττο, δίχως περίτεχνα λογικά σχήματα, χωρίς κλισαρισμένους διανοουμενίστικους ακροβατισμούς, περιγράφει και σκιαγραφεί, προφητεύοντας, το μέλλον της Ελλάδας στην πορεία ένταξής της στη Δύση και δη στην Ευρώπη.
Παράλληλα διαπιστώνει τη βασική διαφοροποίηση ανάμεσα στην ελληνικότητα και τη δυτική της –παραποιημένη, όπως άλλωστε αναφέρει ο ίδιος- εκδοχή.
Μιλά για την σημαντικότητα του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και την επικείμενη αλλοίωσή του.
Αναφέρεται στο τρόπο που η ελληνικότητα μέσω των βασικών της χαρακτηριστικών στοιχείων: της παιδείας και της ευγένειας- μπορεί να συμβάλλει στην ανανέωση της γηρασμένης και παρηκμασμένης Δύσης.
Μιλά για το περιεχόμενο της Παιδείας αυτής που πρεσβεύει ο ίδιος.
Επισημαίνει την μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στους αστούς και διανοούμενους και τα λαϊκά στρώματα.
Μιλά για την ανάδυση της νέας μεσαίας τάξης που μιμείται, την κακογουστιά της αστικής.
Προβλέπει την παρακμή της μεταπολίτευσης δηλώνοντας την ανησυχία του.
Ο ίδιος ο Γιώργος Σγουράκης αναφερόμενος σε ένα χαρακτηριστικό συμβάν με τον Οδυσσέα Ελύτη λέει: “Κάποτε βρέθηκα σε μια εκδήλωση. Μια κυρία είπε ότι έτυχε να γνωρίσει τον Ελύτη σε κάποιο γεύμα και της έκανε κακή εντύπωση που εκείνος της μιλούσε για φασολάκια.”
Προφανώς η κυρία συνηθισμένη από τους περίτεχνους και εξεζητημένους λόγους των νεόκοπων διανοούμενων, ξαφνιάστηκε που ολόκληρος Ελύτης της μιλούσε για φασολάκια.
Και είναι θλιβερό και συνάμα αστείο αν αναλογιστεί κανείς πως όλοι τούτοι δεν έχουν την ικανότητα να ξεχωρίσουν και να διακρίνουν τη φασολιά από τα μπιζέλια, το κρέας της χήνας από το μοσχάρι, τους ζωχούς από τα ραδίκια.
Και αν δεν μπορούν να κάνουν αυτές τις διακρίσεις πως είναι δυνατόν -αναρωτιέται κανείς- να διακρίνουν το ιδεώδες και τις αξίες της ελληνικότητας από τις ανοησίες και τις στρεβλώσεις που αναπαράγουν στους διαδρόμους και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Πως είναι δυνατό να αγαπήσουν την ελληνική γλώσσα και να εκτιμήσουν τις αξίες του λαϊκού μας πολιτισμού;
Και Έλληνες σαν τον Ελύτη -6ο παιδί του σαπωνοποιού Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά- λείπουν πολύ από τις ζωές μας.